- ἀκόμψευτος
- ἀκόμψευτος, ον,A unadorned, of style, D.H.Comp.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκόμψευτος — unadorned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόμψευτος — η, ο (Α ἀκόμψευτος, ον) [κομψεύω] νεοελλ. (για πρόσωπα) ο μή κομψευόμενος, ανεπιτήδευτος αρχ. (για ύφος λόγου) απέριττος, απλός, φυσικός … Dictionary of Greek
ακόμψευτος — η, ο αυτός που δεν επιτηδεύεται στο ντύσιμό του, στους τρόπους του, στην ομιλία του: Είναι άνθρωπος με τρόπους ακόμψευτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκομψεύτου — ἀκόμψευτος unadorned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)